- εὐφλεβές
- εὐφλεβήςmasc/fem voc sgεὐφλεβήςneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευφλεβής — εὐφλεβής, ές (Α) εύτονος*, εύρωστος, ισχυρός («εὐφλεβὲς κέρας»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φλεβής (< φλεψ, φλεβός), πρβλ. α φλεβής, λυσι φλεβής] … Dictionary of Greek